- υποαλγησία
- η, Νιατρ. μείωση τής αντίληψης και τής αντιδραστικότητας στον πόνο, συγγενής ή επίκτητη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoalgesia < υπο-* + αλγησία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek